μετέλαβε

μετέλαβε
μεταλαμβάνω
have
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμεταλάβητος — η, ο [μεταλαβαίνω] αυτός που δεν μετέλαβε τών αχράντων μυστηρίων, αυτός που δεν κοινώνησε …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • αμετάλαβος — η, ο αυτός που δε μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, δεν κοινώνησε: Χρόνια τώρα είναι αμετάλαβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”